ΑΦΙΞΕΙΣ.
της Μάριας Μπαχά
Όταν στέκομαι μπροστά σ’ ένα έργο του Στέφανου Ρόκου, νιώθω όπως όταν περιμένω ένα αγαπημένο πρόσωπο στις αφίξεις του αεροδρομίου. Ακίνητη, με το βλέμμα καρφωμένο στις αυτόματες πόρτες, με προσμονή και ελαφριά αγωνία, όχι μόνο για τα κύματα του πλήθους, τα χρώματα, την κίνηση, αλλά και για το τι θα φέρει στις λεπτομέρειές του, ποια φυσιογνωμία, ποιους συνειρμούς, ποιους πολιτισμούς, ποιες σχέσεις, ποιες απώλειες. Τα ίδια ακριβώς συναισθήματα μού γεννούν και τα έργα του Ρόκου, μπροστά στις ρυθμικές μάζες χρωματικής ύλης που απελευθερώνονται πάνω στον υλικό φορέα τους, στις παλλόμενες λεπτομέρειες και τα στίγματα. Και όταν κοιτάζω το έργο από μακριά, στην ολότητά του, είναι σαν να ανοίγει η πόρτα, ο άνθρωπος που περιμένω να εμφανίζεται, και στο πρόσωπό του να αποκτά νόημα όλη αυτή η, ως εκείνη τη στιγμή, κάπως χαοτική εμπειρία.
Ο Στέφανος Ρόκος συνεργάζεται εδώ και καιρό με την αρχιτέκτονα Αντιόπη Πανταζή στη μεταφορά έργων του σε κέντημα. Η κεντημένη εκδοχή του And No More Shall We Part στέκει χυμώδης, μεστή και δυναμική ως προϊόν μιας ώριμης καλλιτεχνικής, μεταξύ των δύο, σχέσης αλλά και του προσωπικού καλλιτεχνικού κώδικα της Α.Π., που έχει αναπτυχθεί στον μέγιστο βαθμό.
Το έργο προσφέρει αισθητική απόλαυση στον θεατή που θα βυθιστεί στον ήσυχο κόσμο του, αλλά περιέχει εξίσου και την καταγραφή μιας καλλιτεχνικής πράξης, ο χρόνος της οποίας άρχισε να μετράει μόλις περάστηκε η πρώτη κλωστή από το μάτι της πρώτης βελόνας. Συνεχίζοντας τη σκέψη πως «κάθε κέντημα ιχνογραφεί και τον άνθρωπο που το κέντησε»1, εδώ, βελονιά-βελονιά ιχνογραφούνται κι ο χρόνος, η συνεργασία, η επιμονή και, εντέλει, η πίστη στην Τέχνη και τη Ζωή.
Η Αντιόπη πατάει στη μακρά ελληνική παράδοση της υφαντικής και της κεντητικής – «έναν απ’ τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής χειροτεχνίας»2. Το εικαστικό όραμα του Σ.Ρ. διυλίζεται και καταφέρνει να μετατραπεί σε ύλη μέσω των τεχνικών και καλλιτεχνικών αλγόριθμων της Α.Π. – κέντημα αλλά και κολάζ πιο αδρών υλικών, όπως μια σκληρή λευκή επιφάνεια και το χάλκινο δίχτυ που λειτουργούν αντιστικτικά, υπογραμμίζοντας τη μαλακή ύλη των κλωστών. Τα χέρια της που κέντησαν, κόλλησαν και στερέωσαν, τα νιώθουμε παντού μέσα στο κεντημένο δωμάτιο, συνυπάρχουν με τα χέρια που ακούμε να πατούν τα πλήκτρα του βελούδινου πιάνου – και τελικά το δωμάτιο, με την ηχώ του ομώνυμου τραγουδιού να το τυλίγει, αν και έρημο από φυσική, ανθρώπινη παρουσία, πάλλεται από τις βαθιές αυτές ανθρώπινες καταγραφές.
Μάρια Μπαχά, Αθήνα, Μάιος 2018
1. Αμαλία Μεγαπάνου, Σχέδια από ελληνικά κεντήματα, Μουσείο Μπενάκη, 1981.
2. 2. Ελληνικά Κεντήματα, εισαγωγή Ελένη Πολυχρονιάδη, Μουσέιο Μπενάκη, 1980.